ιταμός

ιταμός
Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στη Στερεά, στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια και στη Σαμοθράκη. Ανθίζει από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο. Καλλιεργείται συχνά και ως καλλωπιστικό φυτό, είτε ελεύθερης ανάπτυξης είτε ελεγχόμενου σχήματος με ψαλιδίσματα. Στα βουνά δεν έχει συνήθως μεγάλο ύψος, μπορεί όμως να φτάσει τα 10 μ., με διάμετρο κόμης 5 μ. Αναπτύσσει βλαστούς από τη βάση του κορμού, οι τρυφερές άκρες των οποίων γέρνουν προς τα κάτω. Έχει αειθαλή, μυτερά, γραμμοειδή-δρεπανοειδή, σκληρά,σκουροπράσινα φύλλα γυαλιστερά στην επάνω επιφάνεια και ανοιχτοπράσινα ή γαλαζωπά στην κάτω. Τα αρσενικά άνθη έχουν 4-12 στήμονες, που διατάσσονται κατά μικρούς ιούλους, όμοιους με στρόβιλο, ενώ τα θηλυκά είναι μεμονωμένα, πρασινωπά, με μία σπερμοβλάστη, που περιβάλλεται από άγονα λεπιοειδή βράκτια. Ο καρπός είναι δρυποειδής, κυπελλόμορφος με μαύρα σπέρματα, που περιβάλλονται από κόκκινο σαρκώδες επιχιτώνιο. Ολόκληρο το φυτό, με εξαίρεση το σαρκώδες επιχιτώνιο του καρπού, είναι δηλητηριώδες. Το ξύλο του αποτελείται από μια υπόλευκη περιφερειακή ζώνη και μια εσωτερική (καρδιόξυλο) καστανέρυθρη, πολύ συμπαγή και σκληρή, που χρησιμοποιείται στη λεπτοξυλουργική και τορνευτική επιπλοποιία, γιατί επιδέχεται τέλειο καθαρισμό. Αν χρωματιστεί με άλατα σιδήρου, παίρνει ένα μαύρο χρώμα και μοιάζει με έβενο. Άλλα συγγενή καλλωπιστικά είδη είναι ο τάξος ο βραχύφυλλος, ο τάξος ο καναδικός και ο τάξος ο αιχμηρός. Κλαδί ιτάμου, κωνοφόρου της ελληνικής χλωρίδας, με τους χαρακτηριστικούς καρπούς του.
* * *
-ή, -ό (Α ἰταμός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, αναίσχυντος
2. το ουδ. ως ουσ. το ιταμό(ν)
η αυθάδεια, η θρασύτητα, η ιταμότητα
αρχ.
1. ορμητικός, τολμηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰταμόν
η τολμηρότητα, η ορμητικότητα.
επίρρ...
ιταμώς (Α ἰταμῶς)
με αναίδεια, με θρασύτητα, ασύστολα
αρχ.
ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -της που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα -ι- τού εἶμι (πρβλ. -έναι, -τός). Το επίθημα τής λ. ἰτ-αμός δημιουργεί πρόβλημα, γιατί αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών μηδ-αμός, ουδ-αμός— μόνο σε ουσ. (πρβλ. ουλ-αμός, ποτ-αμός). Τόσο η λ. ἴτης όσο και η ἰταμός πρέπει να ήταν τ. τής καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. ιταμότητα(-της)
αρχ.
ιταμεύομαι, ιταμία
μσν.
ιταμώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰταμός — ibo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιταμός — ή, ό επίρρ. ά θρασύς, αυθάδης: Ιταμό τελεσίγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰταμώτερον — ἰταμός ibo adverbial comp ἰταμός ibo masc acc comp sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμωτέρων — ἰταμός ibo fem gen comp pl ἰταμός ibo masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμῶν — ἰταμός ibo fem gen pl ἰταμός ibo masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμόν — ἰταμός ibo masc acc sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμώτατα — ἰταμός ibo adverbial superl ἰταμός ibo neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμώτατον — ἰταμός ibo masc acc superl sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμαῖς — ἰταμός ibo fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμαί — ἰταμός ibo fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”